- εριδάντης
- ἐριδάντης, ὁ (Α) [εριδαίνω]φιλόνεικος, εριστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐριδαντέων — ἐριδάντης wrangler masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριδάντας — ἐριδάντᾱς , ἐριδάντης wrangler masc acc pl ἐριδάντᾱς , ἐριδάντης wrangler masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριδάντεω — ἐριδάντεω̆ , ἐριδάντης wrangler masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)